ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΩΝ

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ

ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΜΑΣ

 

Όλους σας εβοήθησα,

με άμμο και χαλίκι,

να φτιάξετε αχάριστοι,

καθένας σας το σπίτι.

 

Άπονα μου φερθήκατε,

πήρατε  τα σωθικά μου

και από τότε έχασα

όλη την ομορφιά μου.

 


Μα αν θα θυμώσω, προσοχή!

Μπορεί και να σας πνίξω,

έτσι που με καταντήσατε,

φοβάμαι μήπως στύψω.

 

Μου πήρατε την ομορφιά

και ό,τι είχα ωραίο.

Τώρα με καταντήσατε

σαν άγαλμα αρχαίο.

 


Και όσοι με ξεχάσατε,

Θύμηση  θα σας στείλω,

το γέννημα  αλέθατε

σαν γύρναγα  το μύλο.

 

Και από όσους έρχοντσν

στο μύλο για ν’ αλέσει,

ούτε ένας δεν εβρέθηκε

Σωτήρα να καλέσει;

 

Την απονιά σας δείξατε,

στου Σπύρου το πηγάδι,

μα απογόνους άφησε,

δεν ήτανε ρημάδι.

 


Την ομορφιά σου χάρηκα,

με "χελιδρονιά" και "σπλόνο"

Μαζί σου πάσχω κι εγώ

για το βαρύ σου πόνο.

 

Και όπως εγώ βρε φίλοι μου

και άλλοι πολλοί νομίσαν,

απ' την καταστροφή του ποταμού,

κάποιοι θα οικονομήσαν.

                      ΠΡΟΚΑΣ


ΟΙ ΛΑΪΚΟΙ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΕΣ

Σήμερα που ο λεγόμενος Δυτικός πολιτισμός απειλεί να καταπιεί τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις και τις οικονομίες όλων εκείνων που έρχεται σε επαφή, είναι καθήκον μας η συντήρηση και η προβολή της λαϊκής μας παράδοσης και αποτελεί μάλιστα ουσιαστική προσφορά στον αγώνα για την επιβίωση του λαού μας.
Οι Αρτοπουλιώτες διακρίνονταν πάντα για την πνευματική τους έφεση και ο μελετητής της λαογραφίας και της ιστορίας έχει υλικό μεγάλο, πολύτιμο και θαυμάσιο από την έμφυτη αντοχή του που κατόρθωνε να επιβιώνει και να προοδεύει παντρεύοντας κάθε φορά τη βιοτική μέριμνα με τις πνευματικές δημιουργίες.
Πιστεύω ότι μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο είναι απαραίτητο να δούμε και την προσφορά των λαϊκών μας ποιητών και να τους τοποθετήσουμε ανάμεσα σ’ αυτούς που διέσωσαν την παράδοση και συνέχισαν και συνεχίζουν να την κρατούν ανόθευτη.
Και δεν είχαν ούτε τα μέσα, ούτε τις ευκαιρίες. Είχαν όμως τη φώτιση και το ταλέντο και ο λαϊκός μας πολιτισμός μαζί με την εκκλησιαστική παράδοση και το σεβασμό στις αυστηρές παραδόσεις και τα αγνά ήθη του λαού μας, ήταν τα στηρίγματα για να αυτομορφωθούν και να εμπνευστούν από την καθημερινότητα και τα γεγονότα.
Πολλοί άκουσαν ή χόρεψαν την «Παπατσιάβαινα» αλλά πόσοι άραγε ξέρουν ότι οι στίχοι είναι του Γιώργο Γιάννη; Φαντάζομαι ότι και ελάχιστοι θα είναι αυτοί που γνωρίζουν και το γεγονός από το οποίο εμπνεύστηκε ο αείμνηστος Γεώργιος Γκιόκας (Γιώργο Γιάννης).
Το έργο των λαϊκών ποιητών της Αρτοπούλας δεν κωδικοποιήθηκε, δεν διασώθηκε και δεν δημοσιεύτηκε. Σκόρπιοι στίχοι και κρυμμένοι θησαυροί που συγκεντρώθηκαν και συγκεντρώνονται από τον ερευνητή και μελετητή, χωριανό μας, θα βγουν από σήμερα στην επιφάνεια και εύχομαι να αποτελέσουν κίνητρο για τους νέους με ταλέντο να αγκαλιάσουν με αγάπη και με θέρμη τη λαϊκή μας ποίηση. 



ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΗ ΦΤΩΧΙΑ ΜΑΣ

11/9/1966 Γεώργιος Γκιόκας (Γιώργο- Γιάννης)

Ανάθεμα τη φτώχια μας και αυτή τη δυστυχία,
που έκανε τα παιδάκια μας να παν’  στη Γερμανία,
μέσα στα εργοστάσια και στη βιομηχανία.
Άλλοι στου Βέλγιου τις στοές και άλλοι στην Αυστραλία.
Τώρα που βρήκανε καιρό να κάνουνε παράδες
Αφήσαν γυναίκες και παιδιά, μανάδες, πατεράδες.
Άφησαν μάνες τα παιδιά μέσα από την αγκαλιές τους
Τ’  άφησαν να τα φυλάξουνε οι παππούδες και οι γιαγιές τους .
Να κάνουν χρήματα πολλά τώρα που βρήκαν ευκαιρία,
γιατί η φτωχιά πατρίδα μας δεν έχει εργασία.
Από όλα τούτα τα κακά είναι και ένα άλλο.
Φύγαν και τα κορίτσια μας  και είναι κακό μεγάλο.
Eρήμαξε η χώρα μας, έφυγαν όλοι οι νέοι,
κι έμειναν πίσω οι γριές κι εμείς οι γεραλέοι.
Και όσο είμαστε καλά και όσο θα μπορούμε,
μόνοι θα συγυρίζουμε και όμορφα θα ζούμε.
Αλλά όταν ακουμπήσουμε και δεν θα ημπορούμε,
ποιος θα μας φέρει λίγο  νερό και τσάι για να πιούμε;


ΣΤΟΝ ΦΙΛΟ ΜΟΥ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ
(Παρατσούκλι Κώστα Λάσπες»)
2015 Χρήστος Κ. Λιόλιος (Πρόκας)

Τις μαύρες μέρες βρε παιδιά,
Θέλω να κάνω άσπρες,
Και να βρεθώ στης Κώσταινας,
Ξανά με «Κώτσιο Λάσπες».

Ξυπόλητα να ήμασταν,
Ή να ’χαμαν πατίκια,
Στις πλάκες κολογιάννηδες,
Ή να ΄βρουμε ποντίκια.

Να θυμηθούμε τα παλιά,
Που ο διάβολος να πάρει,
Και σένα «Κώτσιο Λάσπες» μου,
Στο πόδι του Σπαθάρη.

Κωστάκη να θυμόμασταν,
Παλιά ένα μεσημέρι,
Με σπλόνο, καλάθι και τσαπί,
Ψάρια στο «Βρομονέρι».

Να βγούμε πάλι στο «Ψηλό»,
Κωστάκη με τα γίδια,
Μπίλες, καλέκα και κρυφτό,
Να παίζαμε παιχνίδια.

Έλα Κωστή ν’ ανοίξουμε,
Το παιδικό τεφτέρι,
Να θυμηθούμε τον «Μπάλι»  τ’ άλογο,
Το βόδι τον Δευτέρη.

Το χρόνο πίσω γύρισε,
Ακούς  κυρά Μαντόνα,
Να πάμε πάλι στις σκαμνιές,
Κρατώντας τη σφεντόνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου